αφροστεφανωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφροστεφανωμένος | η | αφροστεφανωμένη | το | αφροστεφανωμένο |
| γενική | του | αφροστεφανωμένου | της | αφροστεφανωμένης | του | αφροστεφανωμένου |
| αιτιατική | τον | αφροστεφανωμένο | την | αφροστεφανωμένη | το | αφροστεφανωμένο |
| κλητική | αφροστεφανωμένε | αφροστεφανωμένη | αφροστεφανωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφροστεφανωμένοι | οι | αφροστεφανωμένες | τα | αφροστεφανωμένα |
| γενική | των | αφροστεφανωμένων | των | αφροστεφανωμένων | των | αφροστεφανωμένων |
| αιτιατική | τους | αφροστεφανωμένους | τις | αφροστεφανωμένες | τα | αφροστεφανωμένα |
| κλητική | αφροστεφανωμένοι | αφροστεφανωμένες | αφροστεφανωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφροστεφανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφροστεφανώνω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.