αφθώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφθώδης η αφθώδης το αφθώδες
      γενική του αφθώδους της αφθώδους του αφθώδους
    αιτιατική τον αφθώδη την αφθώδη το αφθώδες
     κλητική αφθώδη(ς) αφθώδης αφθώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφθώδεις οι αφθώδεις τα αφθώδη
      γενική των αφθωδών των αφθωδών των αφθωδών
    αιτιατική τους αφθώδεις τις αφθώδεις τα αφθώδη
     κλητική αφθώδεις αφθώδεις αφθώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφθώδης < άφθα

Επίθετο

αφθώδης

  • που αναφέρεται ή προκαλείται από άφθα


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.