αφαρπάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφαρπάζω από + αρπάζω ‹ ινδοευρ. ρ. *srp- = λεηλατώ

Ρήμα

αφαρπάζω

  1. αρπάζω κάτι ξαφνικά και βίαια: "η δύναμη του τυφώνα είναι τόση που μπορεί ν` αφαρπάξει μεγάλα δέντρα ή και ανθρώπους"  συνώνυμα: αποσπώ, παρασύρω
  2. αφαρπάζομαι, θυμώνω εύκολα και απότομα: "είναι παρορμητικός χαραχτήρας κι αφαρπάζεται εύκολα στο άψε -σβήσε"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.