αφαρπάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφαρπάζω ‹ από + αρπάζω ‹ ινδοευρ. ρ. *srp- = λεηλατώ
Ρήμα
- αρπάζω κάτι ξαφνικά και βίαια: "η δύναμη του τυφώνα είναι τόση που μπορεί ν` αφαρπάξει μεγάλα δέντρα ή και ανθρώπους" ≈ συνώνυμα: αποσπώ, παρασύρω
- αφαρπάζομαι, θυμώνω εύκολα και απότομα: "είναι παρορμητικός χαραχτήρας κι αφαρπάζεται εύκολα στο άψε -σβήσε"
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.