αφαλόκομμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφαλόκομμα τα αφαλοκόμματα
      γενική του αφαλοκόμματος των αφαλοκομμάτων
    αιτιατική το αφαλόκομμα τα αφαλοκόμματα
     κλητική αφαλόκομμα αφαλοκόμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφαλόκομμα < αφαλ(ός) + -ο- + κόβ(ω) + -μα,  δείτε  -κομμα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.faˈlo.ko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφαλόκομμα

Ουσιαστικό

αφαλόκομμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.