αφαλοκοπώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αφαλοκοπώ
<
αφαλός
+
-ο-
+
-κοπώ
Ρήμα
αφαλοκοπώ
(
λαϊκότροπο
)
άλλη μορφή του
αφαλοκόβω
Κλίση
→
λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
αφαλοκοπώ
→
δείτε
τη
λέξη
αφαλοκόβω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.