αφαλοκοπιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφαλοκοπιά | οι | αφαλοκοπιές |
| γενική | της | αφαλοκοπιάς | των | αφαλοκοπιών |
| αιτιατική | την | αφαλοκοπιά | τις | αφαλοκοπιές |
| κλητική | αφαλοκοπιά | αφαλοκοπιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αφαλοκοπιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.