αφίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφίδα οι αφίδες
      γενική της αφίδας των αφιδών
    αιτιατική την αφίδα τις αφίδες
     κλητική αφίδα αφίδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφίδα < αγγλική aphid < νεολατινική aphis, πληθυντικός aphides (τη νεολατινική ονομασία έδωσε ο Κάρολος Λινναίος, πιθανώς εμπνεόμενος από το αρχαιοελληνικό ἀφειδής) [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφίδα
παρώνυμο: αψίδα

Ουσιαστικό

αφίδα θηλυκό

Συγγενικά

  • Αφιδίδες (ταξινομική οικογένεια Aphididae)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. aphid - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  2. aphid - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  3. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  4. αφίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.