αφήνω τσέτουλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfino ˈt͡setula/
Έκφραση
αφήνω τσέτουλα
- (αργκό) αφήνω βερεσέ, δεν πληρώνω το λογαριασμό
- (αργκό, μεταφορικά) αφήνω κάποιον έκπληκτο
- ※ Παλιότερα που οι γαλατάδες πουλούσαν το γάλα τους από πόρτα σε πόρτα στις γειτονιές και πληρώνονταν με τη βδομάδα, το δεκαπενθήμερο ή το μήνα, μόλις έδιναν το γάλα στη νοικοκυρά, χάραζαν μια εγκοπή πάνω στην πόρτα, δείγμα πως της πούλησαν το γάλα. Με τον καιρό όμως παρουσιάστηκε το φαινόμενο να ξύνουν οι νοικοκυρές αυτές τις εγκοπές, για να πληρώσουν λιγότερα χρήματα στο γαλατά, απ’ όπου και η δεύτερη ερμηνεία της φρ. τον αφήνω τσέτουλα, τον αφήνω έκπληκτο, κατάπληκτο, από τη στιγμή που άλλα υπολόγιζε να εισπράξει ο γαλατάς κι άλλα έδειχνε η τσέτουλα (από το Λεξικό Κάτου)
Μεταφράσεις
αφήνω τσέτουλα
|
|
Πηγές
- αφήνω τσέτουλα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αφήνω τσέτουλα'.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.