αυτόγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόγραφος η αυτόγραφη το αυτόγραφο
      γενική του αυτόγραφου της αυτόγραφης του αυτόγραφου
    αιτιατική τον αυτόγραφο την αυτόγραφη το αυτόγραφο
     κλητική αυτόγραφε αυτόγραφη αυτόγραφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόγραφοι οι αυτόγραφες τα αυτόγραφα
      γενική των αυτόγραφων των αυτόγραφων των αυτόγραφων
    αιτιατική τους αυτόγραφους τις αυτόγραφες τα αυτόγραφα
     κλητική αυτόγραφοι αυτόγραφες αυτόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτόγραφος < (ελληνιστική κοινή) αὐτόγραφος

Επίθετο

αυτόγραφος

  1. που έχει γραφεί με το ίδιο το χέρι του συγγραφέα του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυτόγραφο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.