αυτοπραγματοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοπραγματοποιούμαι < αυτο- + πραγματοποιούμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοπραγματοποιούμαι | αυτοπραγματοποιούμουν | θα αυτοπραγματοποιούμαι | να αυτοπραγματοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοπραγματοποιείσαι | αυτοπραγματοποιούσουν | θα αυτοπραγματοποιείσαι | να αυτοπραγματοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοπραγματοποιείται | αυτοπραγματοποιούνταν | θα αυτοπραγματοποιείται | να αυτοπραγματοποιείται | ||
| α' πληθ. | αυτοπραγματοποιούμαστε | αυτοπραγματοποιούμασταν αυτοπραγματοποιούμαστε |
θα αυτοπραγματοποιούμαστε | να αυτοπραγματοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοπραγματοποιείστε | αυτοπραγματοποιούσασταν αυτοπραγματοποιούσαστε |
θα αυτοπραγματοποιείστε | να αυτοπραγματοποιείστε | αυτοπραγματοποιείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοπραγματοποιούνται | αυτοπραγματοποιούνταν | θα αυτοπραγματοποιούνται | να αυτοπραγματοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοπραγματοποιήθηκα | θα αυτοπραγματοποιηθώ | να αυτοπραγματοποιηθώ | αυτοπραγματοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοπραγματοποιήθηκες | θα αυτοπραγματοποιηθείς | να αυτοπραγματοποιηθείς | αυτοπραγματοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοπραγματοποιήθηκε | θα αυτοπραγματοποιηθεί | να αυτοπραγματοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοπραγματοποιηθήκαμε | θα αυτοπραγματοποιηθούμε | να αυτοπραγματοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοπραγματοποιηθήκατε | θα αυτοπραγματοποιηθείτε | να αυτοπραγματοποιηθείτε | αυτοπραγματοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοπραγματοποιήθηκαν αυτοπραγματοποιηθήκαν(ε) |
θα αυτοπραγματοποιηθούν(ε) | να αυτοπραγματοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοπραγματοποιηθεί | είχα αυτοπραγματοποιηθεί | θα έχω αυτοπραγματοποιηθεί | να έχω αυτοπραγματοποιηθεί | αυτοπραγματοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοπραγματοποιηθεί | είχες αυτοπραγματοποιηθεί | θα έχεις αυτοπραγματοποιηθεί | να έχεις αυτοπραγματοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοπραγματοποιηθεί | είχε αυτοπραγματοποιηθεί | θα έχει αυτοπραγματοποιηθεί | να έχει αυτοπραγματοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοπραγματοποιηθεί | είχαμε αυτοπραγματοποιηθεί | θα έχουμε αυτοπραγματοποιηθεί | να έχουμε αυτοπραγματοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοπραγματοποιηθεί | είχατε αυτοπραγματοποιηθεί | θα έχετε αυτοπραγματοποιηθεί | να έχετε αυτοπραγματοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοπραγματοποιηθεί | είχαν αυτοπραγματοποιηθεί | θα έχουν αυτοπραγματοποιηθεί | να έχουν αυτοπραγματοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοπραγματοποιούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.