αυτοκινητογέφυρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοκινητογέφυρα | οι | αυτοκινητογέφυρες |
| γενική | της | αυτοκινητογέφυρας | των | αυτοκινητογεφυρών |
| αιτιατική | την | αυτοκινητογέφυρα | τις | αυτοκινητογέφυρες |
| κλητική | αυτοκινητογέφυρα | αυτοκινητογέφυρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοκινητογέφυρα < αυτοκίνητο + -ο- + γέφυρα
Ουσιαστικό
αυτοκινητογέφυρα θηλυκό
- (νεολογισμός) γέφυρα από την οποία διέρχονται κυρίως ή μόνο αυτοκίνητα
Μεταφράσεις
αυτοκινητογέφυρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.