αυτοεξολοθρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοεξολοθρεύομαι < αυτο- + εξολοθρεύομαι
Συνώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοεξολοθρεύομαι | αυτοεξολοθρευόμουν(α) | θα αυτοεξολοθρεύομαι | να αυτοεξολοθρεύομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοεξολοθρεύεσαι | αυτοεξολοθρευόσουν(α) | θα αυτοεξολοθρεύεσαι | να αυτοεξολοθρεύεσαι | (αυτοεξολοθρεύου) | |
| γ' ενικ. | αυτοεξολοθρεύεται | αυτοεξολοθρευόταν(ε) | θα αυτοεξολοθρεύεται | να αυτοεξολοθρεύεται | ||
| α' πληθ. | αυτοεξολοθρευόμαστε | αυτοεξολοθρευόμαστε αυτοεξολοθρευόμασταν |
θα αυτοεξολοθρευόμαστε | να αυτοεξολοθρευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοεξολοθρεύεστε | αυτοεξολοθρευόσαστε αυτοεξολοθρευόσασταν |
θα αυτοεξολοθρεύεστε | να αυτοεξολοθρεύεστε | (αυτοεξολοθρεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοεξολοθρεύονται | αυτοεξολοθρεύονταν αυτοεξολοθρευόντουσαν |
θα αυτοεξολοθρεύονται | να αυτοεξολοθρεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοεξολοθρεύτηκα | θα αυτοεξολοθρευτώ | να αυτοεξολοθρευτώ | αυτοεξολοθρευτεί | ||
| β' ενικ. | αυτοεξολοθρεύτηκες | θα αυτοεξολοθρευτείς | να αυτοεξολοθρευτείς | αυτοεξολοθρεύσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοεξολοθρεύτηκε | θα αυτοεξολοθρευτεί | να αυτοεξολοθρευτεί | |||
| α' πληθ. | αυτοεξολοθρευτήκαμε | θα αυτοεξολοθρευτούμε | να αυτοεξολοθρευτούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοεξολοθρευτήκατε | θα αυτοεξολοθρευτείτε | να αυτοεξολοθρευτείτε | αυτοεξολοθρευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοεξολοθρεύτηκαν αυτοεξολοθρευτήκαν(ε) |
θα αυτοεξολοθρευτούν(ε) | να αυτοεξολοθρευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοεξολοθρευτεί | είχα αυτοεξολοθρευτεί | θα έχω αυτοεξολοθρευτεί | να έχω αυτοεξολοθρευτεί | αυτοεξολοθρευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοεξολοθρευτεί | είχες αυτοεξολοθρευτεί | θα έχεις αυτοεξολοθρευτεί | να έχεις αυτοεξολοθρευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοεξολοθρευτεί | είχε αυτοεξολοθρευτεί | θα έχει αυτοεξολοθρευτεί | να έχει αυτοεξολοθρευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοεξολοθρευτεί | είχαμε αυτοεξολοθρευτεί | θα έχουμε αυτοεξολοθρευτεί | να έχουμε αυτοεξολοθρευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοεξολοθρευτεί | είχατε αυτοεξολοθρευτεί | θα έχετε αυτοεξολοθρευτεί | να έχετε αυτοεξολοθρευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοεξολοθρευτεί | είχαν αυτοεξολοθρευτεί | θα έχουν αυτοεξολοθρευτεί | να έχουν αυτοεξολοθρευτεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοεξολοθρεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.