αταβιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αταβιστικά < αταβιστικός + -ά
Επίρρημα
αταβιστικά
- (λόγιο) με αταβιστικό τρόπο
- Μες στη λιακάδα του πρωινού αταβιστικά τράβηξε προς τη θάλασσα. Περπάτησε στην τσιμεντωμένη παραλία. Περπάτησε χιλιόμετρα κλωτσώντας χαλίκια, απέφευγε να κοιτάει τον ορίζοντα. Το μεσημέρι βρέθηκε στη γενέθλια γειτονιά. Σχεδόν αγνώριστη. Μικρές πολυκατοικίες και γιώτα-χι με δόσεις. Ακούγονταν τραγούδια. (*)
Μεταφράσεις
αταβιστικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.