ασύρματο τηλέφωνο
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
- φορητό τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο περιορισμένου εύρους, κινητή συσκευή τηλεφώνου με πομπό που έχει μικρό εύρος
Σημειώσεις
- (σπάνιο) Υπάρχει και "ασύρματο τηλέφωνο μεγάλου εύρους", δηλαδή τηλέφωνο σταθερής γραμμής (όχι δίκτυο κινητής τηλεφωνίας) που απ' την οικία ή την ιδιοκτησία του χρήστη ειδικός πομπός εκπέμπει σε φάσμα που καλύπτει τμήμα μιας πόλης. Χρειάζεται ειδική άδεια χρήσης φάσματος (ασχέτως αν ο χρήστης αποφασίσει να παρανομήσει). Χρησιμοποιούταν παλαιότερα από άτομα (κυρίως ως εταιρικά τηλέφωνα) που ήθελαν οικονομικότερες χρεώσεις ή δεν επιθυμούσαν την εκτροπή κλήσης σε κινητό.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.