ασφάλιστρο κινδύνου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασφάλιστρο κινδύνου < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
ασφάλιστρο κινδύνου
- (οικονομία) είναι η διαφορά μεταξύ δύο επιτοκίων όπου το σημείο αναφορά του ενός είναι το κατεξοχήν ασφαλές επιτόκιο της αγοράς με κάποιο άλλο λιγότερο ασφαλές
- η κα Ευτέρπη πηγαίνει στο τραπεζικό ταμιευτήριο να καταθέσει τις αποταμιεύσεις 4 ετών με επιτόκιο 2% ανά έτος, στο δρόμο βρίσκει μιά διαφήμιση της τράπεζας Χι η οποία παρέχει επιτόκιο 5%. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκε η κα Ευτέρπη με το ασφάλιστρο κινδύνου της τάξης των 3%, όσο η διαφορά των δύο προσφορών, που κατευθύνθηκε στην κοντινότερη τράπεζα Χι
Μεταφράσεις
ασφάλιστρο κινδύνου
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.