ασυγχώνευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυγχώνευτος | η | ασυγχώνευτη | το | ασυγχώνευτο |
| γενική | του | ασυγχώνευτου | της | ασυγχώνευτης | του | ασυγχώνευτου |
| αιτιατική | τον | ασυγχώνευτο | την | ασυγχώνευτη | το | ασυγχώνευτο |
| κλητική | ασυγχώνευτε | ασυγχώνευτη | ασυγχώνευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυγχώνευτοι | οι | ασυγχώνευτες | τα | ασυγχώνευτα |
| γενική | των | ασυγχώνευτων | των | ασυγχώνευτων | των | ασυγχώνευτων |
| αιτιατική | τους | ασυγχώνευτους | τις | ασυγχώνευτες | τα | ασυγχώνευτα |
| κλητική | ασυγχώνευτοι | ασυγχώνευτες | ασυγχώνευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασυγχώνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει συγχωνευτεί, που παραμένει αυτοτελής
- οι αλλοδαποί πληθυσμοί τής περιοχής παρέμειναν ασυγχώνευτοι με τους ντόπιους
Μεταφράσεις
ασυγχώνευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.