αστυνομοκρατούμενων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
αστυνομοκρατούμενων
- γενική πληθυντικού του αστυνομοκρατούμενος
- γενική πληθυντικού του αστυνομοκρατούμενη και αστυνομοκρατουμένη
- γενική πληθυντικού του αστυνομοκρατούμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.