αστροφεγγής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αστροφεγγής < άστρο + φέγγω

Επίθετο

αστροφεγγής

  • ο φωτιζόμενος από τη λάμψη των αστεριών, αστρόφεγγος
    νύχτα αστεροφεγγής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.