αστεφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστεφής | η | αστεφής | το | αστεφές |
| γενική | του | αστεφούς* | της | αστεφούς | του | αστεφούς |
| αιτιατική | τον | αστεφή | την | αστεφή | το | αστεφές |
| κλητική | αστεφή(ς) | αστεφής | αστεφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστεφείς | οι | αστεφείς | τα | αστεφή |
| γενική | των | αστεφών | των | αστεφών | των | αστεφών |
| αιτιατική | τους | αστεφείς | τις | αστεφείς | τα | αστεφή |
| κλητική | αστεφείς | αστεφείς | αστεφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστεφής < αρχαία ελληνική ἀστεφής
Επίθετο
αστεφής, -ής, -ές
- που δεν φέρει στεφάνι
- Κεφαλή Απόλλωνος αστεφής
- που δεν τον έστεψαν επίσημα
- απέκτησε τον τίτλο του αστεφούς βασιλιά
- που δεν έχει τιμηθεί γενικά με δάφνες δόξας, δεν του έχουν αναγνωρίσει κάποια σημαντική επιδοση
- ούτε αποχωρεί αστεφής από το ποδόσφαιρο
Μεταφράσεις
αστεφής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.