αστακόχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστακόχρωμος | η | αστακόχρωμη | το | αστακόχρωμο |
| γενική | του | αστακόχρωμου | της | αστακόχρωμης | του | αστακόχρωμου |
| αιτιατική | τον | αστακόχρωμο | την | αστακόχρωμη | το | αστακόχρωμο |
| κλητική | αστακόχρωμε | αστακόχρωμη | αστακόχρωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστακόχρωμοι | οι | αστακόχρωμες | τα | αστακόχρωμα |
| γενική | των | αστακόχρωμων | των | αστακόχρωμων | των | αστακόχρωμων |
| αιτιατική | τους | αστακόχρωμους | τις | αστακόχρωμες | τα | αστακόχρωμα |
| κλητική | αστακόχρωμοι | αστακόχρωμες | αστακόχρωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστακόχρωμος < αστακός + -χρωμος
Προφορά
Μεταφράσεις
αστακόχρωμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.