ασπροκιτρινίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασπροκιτρινίζω < άσπρος + -ο- + κιτρινίζω

Ρήμα

ασπροκιτρινίζω[1]

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι ν’ αποκτήσει χρώμα ανοιχτό κίτρινο
  2. (αμετάβατο) αποκτώ χρώμα ανοιχτό κίτρινο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. ασπροκιτρινίζω -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.