αρτιφισιέλ
Νέα ελληνικά (el)

Είσοδος κατοικιών με αρτιφισιέλ στους τοίχους
Ετυμολογία
- αρτιφισιέλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική artificiel (τεχνητός)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ti.fiˈsçel/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐τι‐φι‐σιέλ
Ουσιαστικό
αρτιφισιέλ ουδέτερο άκλιτο
- (αρχιτεκτονική) επίχρισμα σοβά με τσιμέντο το οποίο τοποθετείται σε τοίχους ώστε να σχηματίσει ανώμαλη επιφάνεια που μοιάζει με πέτρα
- ※ Στην Αθήνα όμως εκτός από τα νεοκλασικά υπήρχαν και τα κτίρια του Μεσοπολέμου, που ήταν φτιαγμένα εξωτερικά με αρτιφισιέλ. Δηλαδή η πρόσοψη ήταν με τσιμεντένιο σοβά, χτυπημένο υπομονετικά με το κοπανάκι και το χτένι. (Αλέκος Φασιανός, Ζήτημα διάθεσης... χρωματισμού, Τα Νέα, 10 Ιουνίου 2004)
Μεταφράσεις
αρτιφισιέλ
|
|
Αναφορές
- αρτιφισιέλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.