αρτιφισιέλ

Νέα ελληνικά (el)

Είσοδος κατοικιών με αρτιφισιέλ στους τοίχους

Ετυμολογία

αρτιφισιέλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική artificiel (τεχνητός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.ti.fiˈsçel/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρτιφισιέλ

Ουσιαστικό

αρτιφισιέλ ουδέτερο άκλιτο

  • (αρχιτεκτονική) επίχρισμα σοβά με τσιμέντο το οποίο τοποθετείται σε τοίχους ώστε να σχηματίσει ανώμαλη επιφάνεια που μοιάζει με πέτρα
      Στην Αθήνα όμως εκτός από τα νεοκλασικά υπήρχαν και τα κτίρια του Μεσοπολέμου, που ήταν φτιαγμένα εξωτερικά με αρτιφισιέλ. Δηλαδή η πρόσοψη ήταν με τσιμεντένιο σοβά, χτυπημένο υπομονετικά με το κοπανάκι και το χτένι. (Αλέκος Φασιανός, Ζήτημα διάθεσης... χρωματισμού, Τα Νέα, 10 Ιουνίου 2004)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.