αρτιοδάκτυλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αρτιοδάκτυλα | ||
| γενική | των | αρτιοδάκτυλων | ||
| αιτιατική | τα | αρτιοδάκτυλα | ||
| κλητική | αρτιοδάκτυλα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρτιοδάκτυλα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Artiodactyla < αρχαία ελληνική ἄρτιος + δάκτυλος
Ουσιαστικό
αρτιοδάκτυλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
αρτιοδάκτυλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.