αρτηρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- αρτηρίδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αρτηρίδιο ουδέτερο
- {(ανατομία) απόληξη της αρτηρίας του κυκλοφορικού συστήματος που με προοδευτική σμίκρυνση σε τριχοειδές αγγείο συνδέεται με φλεβίδιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.