αρρωστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρρωστώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
αρρωστώ
- γίνομαι άρρωστος, αρρωσταίνω
- (μτφ.) στενοχωριέμαι, υποφέρω
- όταν ακούω αυτόν τον άνθρωπο να αγορεύει, αρρωστώ
- κάνω κάποιον άρρωστο, κλονίζω την υγεία
- τον αρρώστησαν οι καταχρήσεις
Μεταφράσεις
αρρωστώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.