αρρωστοφοβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρρωστοφοβικός | η | αρρωστοφοβική | το | αρρωστοφοβικό |
| γενική | του | αρρωστοφοβικού | της | αρρωστοφοβικής | του | αρρωστοφοβικού |
| αιτιατική | τον | αρρωστοφοβικό | την | αρρωστοφοβική | το | αρρωστοφοβικό |
| κλητική | αρρωστοφοβικέ | αρρωστοφοβική | αρρωστοφοβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρρωστοφοβικοί | οι | αρρωστοφοβικές | τα | αρρωστοφοβικά |
| γενική | των | αρρωστοφοβικών | των | αρρωστοφοβικών | των | αρρωστοφοβικών |
| αιτιατική | τους | αρρωστοφοβικούς | τις | αρρωστοφοβικές | τα | αρρωστοφοβικά |
| κλητική | αρρωστοφοβικοί | αρρωστοφοβικές | αρρωστοφοβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρρωστοφοβικός < αρρωστοφοβ(ία) + -ικός. Μορφολογικά, άρρωστ(ος) + -ο- + φοβικός
Μεταφράσεις
αρρωστοφοβικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.