αργοσαλεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αργοσαλεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αργοσαλεύω

  • κινούμαι αργά
      Παρακολουθώ τα ψηλά κλαδιά της καρυδιάς που αργοσαλεύουν. (Πέτρος Αμπατζόγλου, Το κρεβάτι)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.