απόχη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόχη οι απόχες
      γενική της απόχης των αποχών
    αιτιατική την απόχη τις απόχες
     κλητική απόχη απόχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόχη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόχη < αρχαία ελληνική ὑποχή < ὑπέχω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόχη
τονικό παρώνυμο: αποχή

Ουσιαστικό

απόχη θηλυκό

  • εργαλείο αποτελούμενο από ένα κοντάρι το οποίο έχει στην άκρη μία στεφάνη με δίχτυ και χρησιμεύει για να πιάνουμε έντομα ή ψάρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.