απόσμηξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόσμηξη | οι | αποσμήξεις |
| γενική | της | απόσμηξης* | των | αποσμήξεων |
| αιτιατική | την | απόσμηξη | τις | αποσμήξεις |
| κλητική | απόσμηξη | αποσμήξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποσμήξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόσμηξη < καθαρεύουσα ἀπόσμηξις + -ξη < ελληνιστική κοινή < ἀποσμήχω < ἀπό + αρχαία ελληνική σμήχω
Ουσιαστικό
απόσμηξη θηλυκό
- (λόγιο) καθαρισμός
- (ιατρική) καθαρισμός πληγής ή (γενικότερα) σωματικής κοιλότητας ή μέρους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.