απόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόπαιδο | τα | απόπαιδα |
| γενική | του | απόπαιδου | των | απόπαιδων |
| αιτιατική | το | απόπαιδο | τα | απόπαιδα |
| κλητική | απόπαιδο | απόπαιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
απόπαιδο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.