απόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόλεμος η απόλεμη το απόλεμο
      γενική του απόλεμου της απόλεμης του απόλεμου
    αιτιατική τον απόλεμο την απόλεμη το απόλεμο
     κλητική απόλεμε απόλεμη απόλεμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόλεμοι οι απόλεμες τα απόλεμα
      γενική των απόλεμων των απόλεμων των απόλεμων
    αιτιατική τους απόλεμους τις απόλεμες τα απόλεμα
     κλητική απόλεμοι απόλεμες απόλεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απόλεμος < αρχαία ελληνική ἀπόλεμος

Επίθετο

απόλεμος, -η, -ο

  1. που δεν πολέμησε
     συνώνυμα: άμαχος
  2. που δεν έχει πείρα από πόλεμο
     συνώνυμα: απειροπόλεμος
  3. που δεν είναι κατάλληλος για πόλεμο
  4. (κατ’ επέκταση) φιλειρηνικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.