αποτελμάτωσης
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποτελμάτωσης
θηλυκό
γενική
ενικού
του
αποτελμάτωση
αποτελματώσεως
(
λόγιο
)
Ομώνυμα / Ομόηχα
ἀποτελμάτωσις
(
καθαρεύουσα
)
Παρώνυμα
αποτελματώσεις
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.