αποταυρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποταυρίζομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀποταυρίζω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποταυρίζομαι | αποταυριζόμουν(α) | θα αποταυρίζομαι | να αποταυρίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποταυρίζεσαι | αποταυριζόσουν(α) | θα αποταυρίζεσαι | να αποταυρίζεσαι | (αποταυρίζου) | |
| γ' ενικ. | αποταυρίζεται | αποταυριζόταν(ε) | θα αποταυρίζεται | να αποταυρίζεται | ||
| α' πληθ. | αποταυριζόμαστε | αποταυριζόμαστε αποταυριζόμασταν |
θα αποταυριζόμαστε | να αποταυριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποταυρίζεστε | αποταυριζόσαστε αποταυριζόσασταν |
θα αποταυρίζεστε | να αποταυρίζεστε | (αποταυρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποταυρίζονται | αποταυρίζονταν αποταυριζόντουσαν |
θα αποταυρίζονται | να αποταυρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποταυρίστηκα | θα αποταυριστώ | να αποταυριστώ | αποταυριστεί | ||
| β' ενικ. | αποταυρίστηκες | θα αποταυριστείς | να αποταυριστείς | αποταυρίσου | ||
| γ' ενικ. | αποταυρίστηκε | θα αποταυριστεί | να αποταυριστεί | |||
| α' πληθ. | αποταυριστήκαμε | θα αποταυριστούμε | να αποταυριστούμε | |||
| β' πληθ. | αποταυριστήκατε | θα αποταυριστείτε | να αποταυριστείτε | αποταυριστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποταυρίστηκαν αποταυριστήκαν(ε) |
θα αποταυριστούν(ε) | να αποταυριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποταυριστεί | είχα αποταυριστεί | θα έχω αποταυριστεί | να έχω αποταυριστεί | αποταυρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποταυριστεί | είχες αποταυριστεί | θα έχεις αποταυριστεί | να έχεις αποταυριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποταυριστεί | είχε αποταυριστεί | θα έχει αποταυριστεί | να έχει αποταυριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποταυριστεί | είχαμε αποταυριστεί | θα έχουμε αποταυριστεί | να έχουμε αποταυριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποταυριστεί | είχατε αποταυριστεί | θα έχετε αποταυριστεί | να έχετε αποταυριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποταυριστεί | είχαν αποταυριστεί | θα έχουν αποταυριστεί | να έχουν αποταυριστεί | ||
Μεταφράσεις
αποταυρίζομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.