αποστέωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστέωση οι αποστεώσεις
      γενική της αποστέωσης* των αποστεώσεων
    αιτιατική την αποστέωση τις αποστεώσεις
     κλητική αποστέωση αποστεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστέωση < αποστεώνω / αποστεώνομαι + -ση

Ουσιαστικό

αποστέωση θηλυκό

  1. (ιατρική) οστεοποίηση
  2. αδυνάτισμα σε υπερβολικό βαθμό
  3. (μεταφορικά) έλλειψη ουσίας, εξασθένιση, στασιμότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.