αποστέωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποστέωση | οι | αποστεώσεις |
| γενική | της | αποστέωσης* | των | αποστεώσεων |
| αιτιατική | την | αποστέωση | τις | αποστεώσεις |
| κλητική | αποστέωση | αποστεώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποστεώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστέωση < αποστεώνω / αποστεώνομαι + -ση
Ουσιαστικό
αποστέωση θηλυκό
- (ιατρική) οστεοποίηση
- αδυνάτισμα σε υπερβολικό βαθμό
- (μεταφορικά) έλλειψη ουσίας, εξασθένιση, στασιμότητα
Μεταφράσεις
αποστέωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.