αποσμηκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποσμηκτικός | η | αποσμηκτική | το | αποσμηκτικό |
| γενική | του | αποσμηκτικού | της | αποσμηκτικής | του | αποσμηκτικού |
| αιτιατική | τον | αποσμηκτικό | την | αποσμηκτική | το | αποσμηκτικό |
| κλητική | αποσμηκτικέ | αποσμηκτική | αποσμηκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποσμηκτικοί | οι | αποσμηκτικές | τα | αποσμηκτικά |
| γενική | των | αποσμηκτικών | των | αποσμηκτικών | των | αποσμηκτικών |
| αιτιατική | τους | αποσμηκτικούς | τις | αποσμηκτικές | τα | αποσμηκτικά |
| κλητική | αποσμηκτικοί | αποσμηκτικές | αποσμηκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποσμηκτικός < απόσμηξη + -τικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπόσμηξις < ἀποσμήχω
Μεταφράσεις
αποσμηκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.