αποσμήχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσμήχω < (ελληνιστική κοινή) ἀποσμήχω < ἀπό + αρχαία ελληνική σμήχω

Ρήμα

αποσμήχω

  1. (αρχαιοπρεπές) καθαρίζω
  2. (ιατρική) κάνω απόσμηξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.