αποσιωπώμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποσιωπώμενος | η | αποσιωπώμενη | το | αποσιωπώμενο |
| γενική | του | αποσιωπώμενου | της | αποσιωπώμενης | του | αποσιωπώμενου |
| αιτιατική | τον | αποσιωπώμενο | την | αποσιωπώμενη | το | αποσιωπώμενο |
| κλητική | αποσιωπώμενε | αποσιωπώμενη | αποσιωπώμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποσιωπώμενοι | οι | αποσιωπώμενες | τα | αποσιωπώμενα |
| γενική | των | αποσιωπώμενων | των | αποσιωπώμενων | των | αποσιωπώμενων |
| αιτιατική | τους | αποσιωπώμενους | τις | αποσιωπώμενες | τα | αποσιωπώμενα |
| κλητική | αποσιωπώμενοι | αποσιωπώμενες | αποσιωπώμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αποσιωπώμενος
|
|
- αποσιωπώμενος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.