αποποινικοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποποινικοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποποινικοποιώ
  2. θα αποποινικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποποινικοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποποινικοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποποινικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.