αποποινικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποποινικοποίηση οι αποποινικοποιήσεις
      γενική της αποποινικοποίησης* των αποποινικοποιήσεων
    αιτιατική την αποποινικοποίηση τις αποποινικοποιήσεις
     κλητική αποποινικοποίηση αποποινικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποποινικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποποινικοποίηση < απο- + ποινικοποιώ

Ουσιαστικό

αποποινικοποίηση θηλυκό

  1. η μη επιβολή ποινής, ή η μείωσή της, για πράξεις που ωστόσο δεν παύουν να θεωρούνται αδικήματα
  2. (καταχρηστικά) το να παύει να είναι μια πράξη αδίκημα όπως πριν
    •   […] ενώ στην απεγκληματοποίηση έχουμε άρση του εγκληματικού χαρακτήρα της πράξης, στην αποποινικοποίηση έχουμε μη άσκηση ποινής ή μείωση της προβλεπόμενης ποινής (Γιάννης Πανούσης, ό.π.).

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.