αποπαίρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποπαίρνω < από + παίρνω

Ρήμα

αποπαίρνω

  1. κατσαδιάζω, επιπλήττω
    Συγχώρεσέ τον και μην τον αποπαίρνεις. Μικρό παιδί είναι ακόμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.