αποπαίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποπαίδι | τα | αποπαίδια |
| γενική | του | αποπαιδιού | των | αποπαιδιών |
| αιτιατική | το | αποπαίδι | τα | αποπαίδια |
| κλητική | αποπαίδι | αποπαίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αποπαίδι ουδέτερο
- παιδί (ή και μεγαλύτερος στην ηλικία) που το έχουν παραμελήσει, διώξει ή παραγκωνίσει
- απόκληρος, αποκληρωμένος
Μεταφράσεις
αποπαίδι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.