αποπαίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποπαίδι τα αποπαίδια
      γενική του αποπαιδιού των αποπαιδιών
    αιτιατική το αποπαίδι τα αποπαίδια
     κλητική αποπαίδι αποπαίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποπαίδι < απο- + παιδί +

Ουσιαστικό

αποπαίδι ουδέτερο

  1. παιδί (ή και μεγαλύτερος στην ηλικία) που το έχουν παραμελήσει, διώξει ή παραγκωνίσει
  2. απόκληρος, αποκληρωμένος

Συγγενικά

  • αποπαιδίζω
  •  δείτε τις λέξεις από και παιδί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.