αποξύλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποξύλωση οι αποξυλώσεις
      γενική της αποξύλωσης* των αποξυλώσεων
    αιτιατική την αποξύλωση τις αποξυλώσεις
     κλητική αποξύλωση αποξυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποξύλωση < αποξυλώνω + -ση ή απο- + ξύλωση

Ουσιαστικό

αποξύλωση θηλυκό

  1. (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποξυλώνω
  2. (βοτανική) η μετατροπή κάποιων τμημάτων ενός φυτού σε ξύλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.