αποκρυσταλλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποκρυσταλλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρυσταλλώνω
- θα αποκρυσταλλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρυσταλλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποκρυσταλλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκρυστάλλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.