αποκαρδιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποκαρδιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαρδιώνω
  2. θα αποκαρδιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαρδιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποκαρδιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαρδίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.