αποθεραπευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποθεραπευμένος | η | αποθεραπευμένη | το | αποθεραπευμένο |
| γενική | του | αποθεραπευμένου | της | αποθεραπευμένης | του | αποθεραπευμένου |
| αιτιατική | τον | αποθεραπευμένο | την | αποθεραπευμένη | το | αποθεραπευμένο |
| κλητική | αποθεραπευμένε | αποθεραπευμένη | αποθεραπευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποθεραπευμένοι | οι | αποθεραπευμένες | τα | αποθεραπευμένα |
| γενική | των | αποθεραπευμένων | των | αποθεραπευμένων | των | αποθεραπευμένων |
| αιτιατική | τους | αποθεραπευμένους | τις | αποθεραπευμένες | τα | αποθεραπευμένα |
| κλητική | αποθεραπευμένοι | αποθεραπευμένες | αποθεραπευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποθεραπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθεραπεύω
Συγγενικά
→ δείτε τις λέξεις αποθεραπεύω και θεραπεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.