αποβουτυρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποβουτυρώνομαι | αποβουτυρωνόμουν(α) | θα αποβουτυρώνομαι | να αποβουτυρώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποβουτυρώνεσαι | αποβουτυρωνόσουν(α) | θα αποβουτυρώνεσαι | να αποβουτυρώνεσαι | (αποβουτυρώνου) | |
| γ' ενικ. | αποβουτυρώνεται | αποβουτυρωνόταν(ε) | θα αποβουτυρώνεται | να αποβουτυρώνεται | ||
| α' πληθ. | αποβουτυρωνόμαστε | αποβουτυρωνόμαστε αποβουτυρωνόμασταν |
θα αποβουτυρωνόμαστε | να αποβουτυρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποβουτυρώνεστε | αποβουτυρωνόσαστε αποβουτυρωνόσασταν |
θα αποβουτυρώνεστε | να αποβουτυρώνεστε | (αποβουτυρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποβουτυρώνονται | αποβουτυρώνονταν αποβουτυρωνόντουσαν |
θα αποβουτυρώνονται | να αποβουτυρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποβουτυρώθηκα | θα αποβουτυρωθώ | να αποβουτυρωθώ | αποβουτυρωθεί | ||
| β' ενικ. | αποβουτυρώθηκες | θα αποβουτυρωθείς | να αποβουτυρωθείς | αποβουτυρώσου | ||
| γ' ενικ. | αποβουτυρώθηκε | θα αποβουτυρωθεί | να αποβουτυρωθεί | |||
| α' πληθ. | αποβουτυρωθήκαμε | θα αποβουτυρωθούμε | να αποβουτυρωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποβουτυρωθήκατε | θα αποβουτυρωθείτε | να αποβουτυρωθείτε | αποβουτυρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποβουτυρώθηκαν αποβουτυρωθήκαν(ε) |
θα αποβουτυρωθούν(ε) | να αποβουτυρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποβουτυρωθεί | είχα αποβουτυρωθεί | θα έχω αποβουτυρωθεί | να έχω αποβουτυρωθεί | αποβουτυρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποβουτυρωθεί | είχες αποβουτυρωθεί | θα έχεις αποβουτυρωθεί | να έχεις αποβουτυρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποβουτυρωθεί | είχε αποβουτυρωθεί | θα έχει αποβουτυρωθεί | να έχει αποβουτυρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποβουτυρωθεί | είχαμε αποβουτυρωθεί | θα έχουμε αποβουτυρωθεί | να έχουμε αποβουτυρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποβουτυρωθεί | είχατε αποβουτυρωθεί | θα έχετε αποβουτυρωθεί | να έχετε αποβουτυρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποβουτυρωθεί | είχαν αποβουτυρωθεί | θα έχουν αποβουτυρωθεί | να έχουν αποβουτυρωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.