αποβολιμαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

αποβολιμαίο

  1. αποβολιμαίος, στην αιτιατική του ενικού

αποβολιμαίο, ουδέτερο του αποβολιμαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.