απεριτίφ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απεριτίφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική apéritif[1] < λατινική apertivus < aperio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo ‎(από) + *wer-iō ‎(ανοίγω)

Ουσιαστικό

απεριτίφ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.