απαντλητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαντλητικός | η | απαντλητική | το | απαντλητικό |
| γενική | του | απαντλητικού | της | απαντλητικής | του | απαντλητικού |
| αιτιατική | τον | απαντλητικό | την | απαντλητική | το | απαντλητικό |
| κλητική | απαντλητικέ | απαντλητική | απαντλητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαντλητικοί | οι | απαντλητικές | τα | απαντλητικά |
| γενική | των | απαντλητικών | των | απαντλητικών | των | απαντλητικών |
| αιτιατική | τους | απαντλητικούς | τις | απαντλητικές | τα | απαντλητικά |
| κλητική | απαντλητικοί | απαντλητικές | απαντλητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απαντλητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απάντληση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- Το καταδυτικό, το οποίο εξακολουθεί να παρουσιάζει ελεγχόμενη εισροή υδάτων που αντιμετωπίζεται με ίδια απαντλητικά μέσα, τελεί υπό απαγόρευση απόπλου. (*)
Μεταφράσεις
απαντλητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.