αντρειότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντρειότητα οι αντρειότητες
      γενική της αντρειότητας των αντρειοτήτων
    αιτιατική την αντρειότητα τις αντρειότητες
     κλητική αντρειότητα αντρειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντρειότητα < αρχαία ελληνική ἀνδρειότης < ἀνδρεία < ἀνδρεῖος < ἀνήρ

Ουσιαστικό

αντρειότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.